- παστήρια
- παστήριαfeast on sacrificial meatsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παστήρια — τὰ, Α 1. ευωχία με το κρέας τής θυσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα τὰ ἐντόσθια κοιλία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ τού πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα τήριον (πρβλ. τελεσ τήριον)] … Dictionary of Greek